ΚΙΝΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΜΝΗΜΗ, ΚΙΝΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Όσα βιβλία και αν διαβαστούν, όσες ταινίες και αν ιδωθούν, η εξιστόρηση των γεγονότων του πολυτεχνείου παραμένει ένα δύσκολο εγχείρημα, όπως άλλωστε και κάθε προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας.
Η ιστορία της δικτατορίας δεν συνοψίζεται στις τρεις εκείνες μέρες του Νοέμβρη του 1973, αλλά είναι ένα αποτέλεσμα διεργασιών που προηγήθηκαν, ακολούθησαν και συνεχίζονται ως σήμερα, γεγονός που φέρνει αυτή την πολυπλοκότητα στην ανάλυσή της. Ο τρόπος που αυτά χρησιμοποιήθηκαν και ο μύθος που δημιουργήθηκε σχετικά με τις μέρες του Πολυτεχνείου από την μετέπειτα αστική δημοκρατία, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, καθώς όλοι σχεδόν οι πολιτικοί της μεταπολίτευσης στηριχτήκαν σε αυτόν (τον μύθο), χρησιμοποιώντας την “τυχαία’’ παρουσία τους για να αντλήσουν πολιτική υπεραξία.
Το πολυτεχνείο, δεν ανήκει σε κανέναν, παρά μόνο σ’ αυτούς που ήταν εκεί, και που πάλεψαν γι αυτά που πίστευαν. Και φυσικά δεν ανήκει μόνο στους φοιτητές. Απόδειξη αυτού, ότι δηλαδή μια φοιτητική κινητοποίηση για ελεύθερο συνδικαλισμό εξελίχθηκε σε ηφαιστειακή λαϊκή εξέγερση, είναι ο απολογισμός της σύγκρουσης: οι περισσότεροι από τους δεκάδες νεκρούς (που δεν θα καταμετρηθούν ποτέ) και τους εκατοντάδες τραυματίες δεν ήταν φοιτητές. Η κυβέρνηση Μαρκεζίνη που είχε διοριστεί από τον Παπαδόπουλο λίγες εβδομάδες πριν τα γεγονότα, ανακοινώσε την σύλληψη 475 εργατών, 317 φοιτητών και 74 μαθητών.
Η βίαιη καταστολή των εξεγερμένων και η ομαλή διάδοχη του εκφυλισμένου καθεστώτος του Παπαδοπούλου από την χούντα του Ιωαννίδη με τους εσατζήδες της, εμπεριείχε τον φόβο της κυριαρχίας για μια επικείμενη επαναστατική προοπτική.
Η δεκαετία του ’70 ανατέλλει μέσα στις φλόγες των παγκόσμιων ανακατατάξεων. Ο πλανήτης από άκρη σε άκρη σείεται από χούντες και πολέμους που στον αντίποδα τους ξεπηδούν επαναστάσεις και κινήματα. Αυτή ακριβώς η χρονική στιγμή βρίσκει τη μισή Ευρώπη επαναστατημένη (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιρλανδία, Τσεχοσλοβακία) και τα άκρα της (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) με ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο καπιταλισμός, προσπαθώντας να ξεπεράσει την κρίση του ’70 και να ξαναβρεθεί σε ανοδική τροχιά, ψάχνει νέα πεδία πρόσφορα για να αναπτυχτεί. Το σύστημα ανακαλύπτει ότι δεν χρειάζεται τόσο πολύ αίμα για να πραγματοποιηθούν οι σκοποί του και αντιλαμβάνεται ότι οι χούντες, καθώς φέρουν την ρετσινιά του ολοκληρωτισμού, δεν μπορούν να διαχειριστούν την οικονομία, και μένουν στο περιθώριο του οικονομικού σκακιού. Οι «δημοκρατίες» του ήταν απαραίτητες, δείχνοντας ένα καλύτερο πρόσωπο και κατευνάζοντας τους λαούς, για την εδραίωση του. Φοβούμενος δε, το παράδειγμα της Πορτογαλίας του ΄74 («επανάσταση των γαρυφάλλων»), έσπευσαν όπως-όπως να εγκαταστήσουν δημοκρατίες σε Ελλάδα και Ισπανία. Σε αυτό το πλαίσιο έγιναν κομψά και στα πλαίσια της δημοκρατικής νομιμότητας οι δίκες.
Η ομαλή μετάβαση από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς στην κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν θα μπορούσε να είναι εφικτή χωρίς την βοήθεια της αριστεράς που επέλεξε αντί της επαναστατικής προοπτικής, την ένταξη της στο πολιτικό γίγνεσθαι. Από τις πρώτες στιγμές της εξέγερσης, λοιδόρησε και κατηγόρησε ανθρώπους εξεγερμένους σαν πράκτορες της ΚΥΠ, με το περίφημο φύλλο της πανσπουδαστικής Νο 8, ενώ στη συνέχεια έσπευσε να καπηλευτεί τον αγώνα και να υπογράψει το κοινωνικό συμβόλαιο βάζοντας το λιθαράκι της στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ωστόσο δεν μπορεί να μην αναφερθούμε στη στάση του αντισυστημικού κομματιού της αριστεράς και κάποιων αντιεξουσιαστών που συνέχισε τους αγώνες, καθώς ο στόχος δεν ήταν η χούντα, αλλά το κεφάλαιο και το κράτος. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η όσμωση στο κίνημα φέρνει κοντά μέσα από κοινωνικούς αγώνες διάφορα κομμάτια της κοινωνίας, που όλα μαζί συναντιούνται στο δρόμο, και θέτουν για πρώτη φορά διεκδικήσεις πέρα από τα εργατικά/φοιτητικά προτάγματα, όπως η σεξουαλική απελευθέρωση, ο φεμινισμός, τα δικαιώματα ομοφυλοφίλων, το μεταναστευτικό. Στην ουσία την τριετία 1974-1977 γεννιούνται κινήματα αντιμιλιταριστικά, ριζοσπαστικά, κοινωνικά που έχουν επιρροές από εκείνα που αναπτύχθηκαν την προηγούμενη δεκαετία σε άλλες χώρες.
Έτσι, φτάνουμε στο σήμερα. Αρνούμαστε ότι τώρα «το πολυτεχνείο είναι επίκαιρο όσο ποτέ» γιατί έτσι θα παραδεχόμασταν ότι τα χρόνια που πέρασαν ήταν όλα όμορφα και αγγελικά πλασμένα. Για εμάς τα γεγονότα του Νοέμβρη του ‘73 είναι και θα είναι πάντα επίκαιρα όσο τα καθεστώτα είτε με ολοκληρωτικά είτε με δημοκρατικά προσωπεία υπάρχουν.
Ωστόσο δεν γίνεται να μην αναφερθεί η ομοιότητα των επιλογών της αριστεράς στο σήμερα και στο τότε. Όπως και τότε, αντί να σταθεί διπλά στο λαό που πλήττεται καθημερινά από μια οικονομική χούντα καταδικάζοντάς τον στην εξαθλίωση, επιλεγεί να εκμεταλλευτεί την οργή του για μικροκομματικά της οφέλη. Όπως το 1974 επέλεξε την κοινοβουλευτική ένταξη και στάθηκε τροχοπέδη στη ριζοσπαστική προοπτική, έτσι και σήμερα στη ΔΝΤ εποχή επιλεγεί την νομιμοφροσύνη των εκλογών. Κι αυτό όχι από αφέλεια ή λάθος επιλογή, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι είναι μέρος του συστήματος. Τα κοινωνικά συμβόλαια και η «καραμέλα» «όταν ωριμάσουν οι συνθήκες» δεν γίνονται πια πιστευτά από κανέναν. Τα θεμέλια του κρατισμού έχουν πλέον σεισθεί και οι αντιλήψεις αυτές περνούν στο περιθώριο της ιστορίας. Από τότε μέχρι και σήμερα, όλα τα κόμματα της συστημικής αριστεράς και οι πουλημένοι συνδικαλιστές, κρατούν τον ρόλο τους σωστά απέναντι στην θεσμική τους υποχρέωση: το να κάνουν δηλαδή τον πυροσβέστη όταν τα πράγματα σκουραίνουν. Όπως τότε έτσι και τώρα είμαστε από την απέναντι πλευρά. Δεν έχουμε το χρόνο ούτε την αυταπάτη να περιμένουμε από κανένα που είναι στο πλευρό των καταπιεστών να φερθεί επαναστατικά. Οι δομές της αυτοοργάνωσης και της αλληλεγγύης έχουν αρχίσει να γίνονται κτήμα της κοινωνίας, ανοίγοντάς μας δρόμους δύσβατους, αλλά ορατούς και ελπιδοφόρους.
Η στάση μας στο σήμερα δίνει νόημα στο χθες και θα δείξει το αύριο.
(το κείμενο, μαζί με προσθήκες από τη μπροσούρα “30 χρόνια πίσω”, σε μορφή pdf)
ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ της κατάληψης Παπουτσάδικο