Σάββατο 2 Μάη – Παρέμβαση στη λαϊκη και στους γύρω δρόμους

και δυο λόγια παραπάνω για το τι συνέβη…

Το Σάββατο στις 2 Μαΐου το πρωΐ, η λαϊκή αγορά της γειτονιάς βρισκόταν στην οδό Δαβάκη, στον δρόμο μας, στο δρόμο που βρίσκεται η κατάληψη Παπουτσάδικο. Εκεί βρισκόμασταν κι εμείς.

Εκεί, ανάμεσα από τους πάγκους της λαϊκής ήταν και ο πάγκος μας. Ένα μικρό τραπεζάκι, γεμάτο με έντυπο υλικό στο οποίο αποτυπώνονται οι σκέψεις μας, οι προβληματισμοί μας, οι θέσεις μάχης μας. Είχε «επίκινδυνες λέξεις», όπως «πανδημία ολοκληρωτισμού», «σκέψεις για την υγειονομική κρίση και πώς θα την παλέψουμε», «ο φόβος και οι απαγορεύσεις εξαπλώνονται πιο γρήγορα από τον κορονοϊό» που μοιραζόμαστε με συντροφικά εγχειρήματα.

Ο πάγκος είχε και τις απαραίτητες «Βεβαιώσεις Μετακίνησης» για γυναίκες που πρέπει να απομακρυνθούν άμεσα σε απόσταση ασφαλείας, από τον σύζυγο, το αφεντικό, τον βιαστή, που σηκώνει και λίγο το χέρι του, για τα παιδιά που θέλουν να παίξουν στο πάρκο, για τον άνθρωπο που θέλει να ανταλλάξει δυο κουβέντες, για όσους δουλεύουν «μαύρα» και σε καιρό «απαγόρευσης», για όσους δουλεύουν από το σπίτι ώρες και θέλουν να πάρουν μια ανάσα εκτός σπιτιού, εκτός οθόνης, για όσους μένουν σε ημιυπόγεια και δεν έχουν δει ακτίνα ήλιου όλη μέρα.

Μαζί με τον πάγκο, ήμασταν και εμείς που μοιραζόμασταν σκέψεις και προβληματισμούς για το σήμερα και το δυστοπικό μέλλον που έρχεται, με γείτονες, φίλες, περαστικούς. Μαζί με τις κουβέντες που ήταν «επικίνδυνες» γιατί δε διαμεσολαβήθηκαν από τον «ιό του φόβου», που εξαπλώνεται από τα επίσημα ραντεβού των 18:00, γεμίζοντας με εντολές και προσταγές τα σωματά μας, είχαμε και έξτρα έντυπο υλικό. Αυτά τα μικρά χαρτάκια που πετιούνται σε δρόμους και πεζοδρόμια, γεμίζοντας την πόλη με λέξεις που δεν διαβάζουν οι αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι (και καλά κάνουν). Δεν θέλουμε σχέσεις με το συνάφι τους. Ούτε με το ρόλο τους. Ούτε με τα «μέσα» τους. Μπορούμε μόνοι και μόνες μας, συλλογικοποιώντας τις μικρές αρνήσεις μας.

Όλο αυτό το υλικό καθώς και η παρουσία μας στο δημόσιο χώρο ενεργοποίησε ρουφιάνους με στολές και χωρίς, ενεργοποιώντας με τη σειρά τους τις αστυνομικές δυνάμεις της περιοχής. Σε μια επίδειξη δύναμης, και καταστολής, σταμάτησαν κάποιες και κάποιους απο εμάς στη μια γωνιά της λαΐκής. Δήλωσαν ότι έφτασαν μετά από καταγγελία για έντυπο υλικό (με τη βοήθεια των ρουφιάνων πάντα) στο οποίο εμείς αντιδράσαμε λέγοντάς τους ότι η κατοχή έντυπου υλικού πολιτικού περιεχομένου και η διανομή του δεν είναι παράνομη. Ακολούθησε λοιπόν μια στιχομυθία γεμάτη αοριστολογίες όπως «Αυτό θα το κρίνουμε εμείς», «Έχετε φυλλάδια που γράφουν για τον κορονοϊό;» και «Μήπως κάνατε αφισοκόλληση;» στην οποία το βασικό τους επιχείρημα ήταν «πρέπει να υπακούσετε, είμαστε αστυνομικοί». Κι όλα αυτά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κόσμου, που κοιτούσε αποσβολωμένος το περιστατικό, έκανε μεταβολή με το που τους έβλεπε, ειρωνευόταν από μακριά, δείχνοντας έτσι όλη την αγάπη του στην ελληνική αστυνομία. Καθώς λοιπόν κατέληξαν να μαζευτούν 4 μηχανές και 2 περιπολικά, περνούσε η ώρα και ο ένας μπάτσος έλεγε στον άλλο «άντε πάμε να φύγουμε, έχουμε γίνει θέαμα», μας έγινε προσαγωγή στο τοπικό Α.Τ. με την πρόφαση της εξακρίβωσης στοιχείων. Η μεταφορά μας στα περιπολικά έγινε χωρίς τα προβλεπόμενα μέτρα προφύλαξης από πλευράς αστυνομικών (ούτε μάσκα, ούτε γάντια, ούτε αποστάσεις, ούτε ξεχωριστά περιπολικά). Αλλά για αυτούς δεν ισχύει ο νόμος. Είναι ο νόμος…

Τα ίδια συνέβησαν πάνω κάτω στο ΑΤ Χαϊδαρίου, σε σχέση και με τα μέτρα προφύλαξης και με τις απειλές για μεταφορά μας στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής για το έντυπο υλικό. Να σημειωθεί δε ότι η μόνη απάντηση που λάβαμε ήταν ότι θα εξετάσουν οι ίδιοι το υλικό και θα κρίνουν εκείνοι εάν έχει κάποιο επικίνδυνο περιεχόμενο. Καλά καταλάβατε, δεν είναι κάποιος «ιός» το πρόβλημα. Το πρόβλημα για αυτούς και για τους πολιτικούς προϊσταμένους τους είμαστε εμείς… Η διαχείριση της πανδημίας, το δείχνει κάθε μέρα. Η δημόσια υγεία, είναι για το κράτος ζήτημα δημόσιας τάξης. Κι έτσι, πειθάρχηση, πειθάρχηση πειθάρχηση. Αυτό ζητάνε, αυτό απαιτούν. Και να μένουμε στη δουλειά και να πεθαίνουμε στο σπίτι. Και ο φόβος της πανδημίας να γίνεται πανδημία φόβου. Αλλά έχουμε χρέος να μηδενίσουμε τις κοινωνικές αποστάσεις και το φόβο, με τους συλλογικούς μας αγώνες. Αγώνες κόντρα σε αφεντικά, κράτος, οθόνες που σπέρνουν φόβο, ρουφιάνους, δημοσιογράφους…