fanzin: Μια ιστορία και σκέψεις για τη μετακίνηση στη πόλη.

Εισητήρια. Χαρτιά με αριθμούς, ημερομηνίες, ώρες, δρομολόγια.

Ακυρωτικά μηχανήματα, τυπώνουν αριθμούς, αυτή είναι η δουλειά τους.

Ελεγκτής, το πρόσωπο που συμπληρώνει-ολοκληρώνει τον έλεγχο.

Μια ιστορία και σκέψεις για τη μετακίνηση στη πόλη.

(παρακάτω ακολουθεί το 4σέλιδο που κυκλοφόρησε το Μάρτη του 2017 /μοιράστηκε άτακτα σε βαγόνια, λεωφορεία και στάσεις /                              αν ψάξεις θα το βρείς στο Παπουτσάδικο..)

 

 

Σταθμός τρένων/ εισιτήρια/ ακυρωτικά / ελεγκτές / βαγόνι / ταξίδι…

Στο κέντρο της πόλης, σε ένα σταθμό τρένων, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, λίγο πριν φύγει το τελευταίο βαγόνι…μια παρέα γκραφιτάδων, ένα κορίτσι, ένα αγόρι, ένας σεκιουριτάς, πλήθος…

Το κορίτσι και το αγόρι βρέθηκαν εκεί στο τέλος της βόλτας, για να αποχαιρετιστούν και ταυτόχρονα να χαιρετήσουν  μια νέα πραγματικότητα.  Είναι η δεύτερη ή τρίτη φορά που βρίσκονται, μαζί, όμως από αυτή τη στιγμή και μετά, ο χρόνος ορίζεται από αυτό το σταθμό τρένων, από εκείνο το παγκάκι που κάθισαν για λίγο, απέναντι από το δέντρο, που τους αγκάλιασε στη σκιά του.

Η παρέα γκραφιτάδων χασκογελούν και περιμένουν μια πληροφορία. Μια πληροφορία πολύτιμη, για τη στιγμή, που θα τους κάνει το χατίρι, που θα ωριμάσουν οι συνθήκες. Αν έχεις υπομονή και είσαι προσηλωμένος στο στόχο θα το πετύχεις, θα το καταλάβεις, αν ξέρεις να διαβάζεις, όχι μόνο γράμματα, αλλά και τη στιγμή που οι ισορροπίες σου χαμογελούν, σου κλείνουν το μάτι και…

Ο σεκιουριτάς περιμένει το τίποτα. Σε δυο ώρες, τελειώνει η βάρδια και η βαρεμάρα έχει γίνει η μόνη μόνιμη συντροφιά του, μαζί με κάτι «τουρίστες της ζωής, γερασμένους» που νιώθουν ασφάλεια δίπλα σε στολές.

Λίγο πιο κάτω, ένα πάρτι, σέρνει στα αυτιά των περαστικών, «γρήγορα» τραγούδια, απ’ αυτά με ημερομηνία λήξης, που κανείς και καμία δεν τα θυμάται την επόμενη σεζόν, όση επιτυχία και να γνώρισαν. Τριγύρω, περαστικοί και περαστικές, άλλοι περιμένουν το τρένο για να γυρίσουν σπίτι – ξεκούραση, ύπνος, δουλειά και υποχρεώσεις αύριο – άλλες περιμένουν κάποιον, κάποια για να συνεχίσουν τη περιπλάνηση στη πόλη, άλλες παρέες, ήδη σχηματισμένες, περπατάνε πάνω-κάτω χωρίς σκοπό, μοιράζοντας σκέψεις, ιστορίες και άγχη. Τριγύρω σκουπίδια, αποτσίγαρα, περιτύλιγμα κρουασάν, χαρτομάντηλα. Πλαστικά απομεινάρια, μιας «πλαστικής» ζωής και «χτυπημένα» εισιτήρια.

Εισιτήρια. Χαρτιά με αριθμούς, ημερομηνίες, ώρες, δρομολόγια. Χαρτιά συγκεκριμένου μεγέθους, συγκεκριμένης αξίας, που χωρίζουν τους επιβάτες σε παράνομους και νόμιμους. Πόσο παράλογο; Ένα κομμάτι χαρτί, να διαχωρίζει το νόμιμο πλήθος, από τους παράνομους. Και νόμιμοι είναι όσοι και όσες κατέχουν αυτό το κομμάτι χαρτί, με τα κατάλληλα νούμερα. Με τους κατάλληλους αριθμούς, που θα τυπωθούν πάνω στο συγκεκριμένο κομμάτι χαρτί από κάτι μηχανήματα που ακυρώνουν το εισιτήριο.

Ακυρωτικά Μηχανήματα, τυπώνουν αριθμούς, αυτή είναι η δουλειά τους. Μηχανήματα. Στέκουν ακίνητα. Δεν περιμένουν τίποτα. Τυπώνουν ημερομηνίες, αριθμούς, δρομολόγια, οτιδήποτε και να συμβαίνει δίπλα τους, αυτά συνεχίζουν το έργο τους. Κάθε μέρα, ακούν και βλέπουν. Περνάνε από δίπλα τους, κάποιοι κοντοστέκονται για μια στιγμή, βάζουν το εισιτήριο στη σχισμή και εξαφανίζονται στις κυλιόμενες σκάλες. Κάθε μέρα, ακούν και βλέπουν επιβάτες, έρωτες στα ξεκινήματα, επαγγελματικά ραντεβού, φιλίες που κρατάνε χρόνια και ψεύτικα χαμόγελα. Αγχωμένες σιωπές, άτσαλες κινήσεις, ευγενικούς χαιρετισμούς και γαμωσταυρίδια. Όμως αυτά στέκουν ακίνητα και συνεχίζουν τη δουλειά τους. Τυπώνουν αριθμούς πάνω σε εισιτήρια και διαχωρίζουν τους παράνομους, τους ξεχασιάρηδες, τους φτωχούς. Μηχανήματα που είναι κομμάτι του ελέγχου της μετακίνησης στη πόλη.

Και έρχονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κάτι καινούρια μηχανήματα, «ακυρωτικά». Με «νέες» μεθόδους ελέγχου, όπως τώρα… Και φυτρώνουν κάτι διάφανοι τοίχοι και μπάρες, «Νέα» απαγορεύεται προστίθενται στο λογαριασμό.  «Έξυπνα» εισιτήρια και «νέοι» κανόνες. Τα «έξυπνα εισιτήρια» όμως τα γουστάρουν αυτοί και αυτές που σκέφτονται γρήγορα, που η «ευκολία» στη καθημερινότητα γίνεται ο «δούρειος ίππος» που βάζουν στη τσέπη, στο πορτοφόλι, και κυρίως στο μυαλό τους. Τα «έξυπνα» εισιτήρια είναι για αυτούς και αυτές που δεν σκέφτονται τη μετακίνηση στη πόλη ως δικαίωμα, τους αποκλεισμούς που παράγει το γαμημένο 1,20 για να πας και άλλο 1,20 να γυρίσεις, τη διαλογή, την πειθάρχηση, τον έλεγχο…τον έλεγχο… για αυτούς είναι τα «έξυπνα» εισιτήρια, για τους «έξυπνους» με μυαλό κουρκούτι… Όμως ο έλεγχος δεν είναι για αυτούς. Και ο έλεγχος έχει πολλά ποδάρια…

Η παρέα των γκραφιτάδων το ξέρει καλά. Συναγερμοί, κάμερες, σεκιουριτάδες, ρουφιάνοι, μπάτσοι. Το αγόρι και το κορίτσι το ξέρουν καλά. Κάμερες από κινητά, ρουφιάνοι, σεκιουριτάδες, μπάτσοι. Το πλήθος αγνοεί, δεν ξέρει τίποτα, όπως και ο σεκιουριτάς. Είναι στατιστικά αποδεδειγμένο το, ότι ο σεκιουριτάς δεν ξέρει τίποτα, σαν το μπάτσο ένα πράμα. Λες και στα σεμινάρια και στις σχολές διαλέγουν τους πιο ηλίθιους, για αυτό βαφτίζουν και «έξυπνα» τα εισιτήρια, στη σύγκριση με το διανοητικό επίπεδο του σεκιουριτά. Και ο έλεγχος έχει πολλά ποδάρια…

Ελεγκτής ,το πρόσωπο που συμπληρώνει-ολοκληρώνει τον έλεγχο. Κομβικός ρόλος. Το τελικό στάδιο του ελέγχου στη μετακίνηση στη πόλη. Η προσωποποίηση του ελέγχου. Την έχει στημένη, στην είσοδο ή στην έξοδο, εκεί όπου δεν υπάρχει οπτική επαφή με τα  «ακυρωτικά». Λέει ένα «τα εισιτήριά σας, παρακαλώ», θεωρώντας ότι ο σταθμός του ανήκει για τα επόμενα λεπτά της ώρας, έχοντας αυτή τη σιχαμένη έπαρση, που πηγάζει από την εξουσία της δουλείας του,  αντιμετωπίζοντας αγχωμένες κινήσεις των χεριών, ψαχουλέματα σε τσέπες και τσάντες για το «χτυπημένο» εισιτήριο, συγκαταβατικά χαμόγελα του κώλου, χαρούμενα, που ξεχωρίζουν τους ιδιοκτήτες «εισιτηρίων», όσους και όσες τάσσονται στο πλευρό του νόμου, που η λέξη «δίκαιο» δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα μάθημα στο πρώτο εξάμηνο της νομικής. Το κομμάτι της δυσκολίας στη δουλειά-ντροπή του ελεγκτή , ξεκινά όταν υπάρχουν εκεί γύρω, συνωμοτικοί «ψίθυροι» ενεργοποίησης αντανακλαστικών αποφυγής του, όταν πέφτει σύρμα στο μιλητό, «ελεγκτής έ, του νου σας» ή απότομες κινήσεις, σπαστικές, που τραβούν τη προσοχή, κάνουν το απαραίτητο σούσουρο, για να καταλάβουν όλοι την ύπαρξη του, προσπαθώντας να τον αποφύγουν, και τον ελεγκτή και τον έλεγχο. Είναι και αυτές οι ματιές με περίσσια αξιοπρέπεια. Έργο τέχνης του σπουδαιότερου ζωγράφου που δεν γεννήθηκε ακόμα. Οι ματιές που σμίγουν, τη κρίσιμη ώρα του ελέγχου, τον κοιτούν με μίσος και ίσως όχι μόνο τον κοιτούν. Και είναι αυτό το «σμίγουν» που κάνει τη διαφορά, αυτό το «μαζί», που δημιουργεί καταλαμβάνοντας το σημείο ελέγχου, «ακυρώνοντας» τον έλεγχο.

Τα προηγούμενα στάδια του ελέγχου τα περνάς, πάντα θα υπάρχουν οι τρύπες στα συρματοπλέγματα και αν δεν υπάρχουν θα τις δημιουργούμε. Είναι ιστορικό μας κεκτημένο. Μέχρι τον ελεγκτή, φτάνεις. Δύσκολα περνάς όμως στην επόμενη πίστα. Σαν τον «αρχηγό» που παίζαμε στα ηλεκτρονικά, παλιά. Να δεις, πως αλλιώς τον λέγαμε; «Τέρας», «κακός», αυτά θυμάμαι… και είναι εκεί για να σου δώσει ένα «μάθημα», αλλά οι κινήσεις του ίδιες, λες και είναι «μηχάνημα». Κάθε μέρα, ακούει και βλέπει επιβάτες, χιλιάδες ιστορίες, άλλες πραγματικές, άλλες φανταστικές. Όμως αυτοί στέκουν ακίνητοι στο μυαλό και συνεχίζουν τη δουλειά τους. Και δουλειά τους είναι ο τελικός έλεγχος. «έλεγχος εισιτηρίων». Συμπληρώνουν τα «ακυρωτικά» μηχανήματα. Βλέπουν αν είσαι νόμιμος και συνεχίζεις το ταξίδι. Αλλιώς, η αποβίβαση κοστίζει πολλά ταξίδια. 60 νόμιμα είναι 1 παράνομο, λέει ο κανόνας. Τιμωρία, για να πειθαρχήσεις. Το έγκλημα, όμως είναι η μετακίνηση του εαυτού σου. Έτσι είπαν, ότι είναι έγκλημα…και οι παραβάτες τιμωρούνται.

Και συνεχίζει ο ελεγκτής τη δουλεία του. Η συνεργασία με τους μπάτσους. Δεν έχεις εισιτήριο. Δεν το χτύπησες. Δεν το ακύρωσες. Δεν κουβαλάς και τα  «χαρτιά» σου. Βαρύ φορτίο όντως αν σκεφτείς, ότι για αυτό το μπλε ορθογώνιο χαρτί που κρατάς, ή τη πράσινη κάρτα, που γράφει το όνομά σου, άλλοι πεθαίνουν στα ανοιχτά του Αιγαίου – λίγο πιο δίπλα από εκεί που μπορεί να ρίξεις μια βουτιά τον Αύγουστο-, ή βγάζουν χειμώνα σε κάτι αντίσκηνα, επειδή τους πέφταν βόμβες στα κεφάλια. Αόρατοι από τη νόμιμη ζωή. Εξόριστοι από την πραγματικότητά.

Επιστροφή στο σταθμό τρένων, το αγόρι και το κορίτσι, εξόριστοι από τη πραγματικότητα. Να δεις πως το λέγε κείνο το σύνθημα απέναντι από το παγκάκι «ο έρωτας μας κάνει αόρατους» Όπως η παρέα των γκραφιτάδων, αόρατοι από τη νόμιμη ζωή, την ώρα που το «άγρυπνο» μάτι του σεκιουριτά συνάντησε την αγκαλιά του Μορφέα και το πλήθος αραίωνε.    

είναι το “μαζί” που δημιουργεί,

καταλαμβάνοντας 

το σημείο ελέγχου – “ακυρώνοντας” τον έλεγχο

στον Θανάση Καναούτη

 

papoutsadiko.espivblogs.net/fanzin