ΤΟ ΠΑΠΟΥΤΣΑΔΙΚΟ ήταν, είναι και θα είναι εδώ. Είμαστε εδώ…
Την Τετάρτη 7/6, ένα δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου από αστυνομικό συντάκτη, διακινήθηκε σε διάφορα μέσα και ιστοσελίδες αντίστοιχου πολιτικού προσανατολισμού. Το αρχικό δημοσίευμα αλλά και όσα ακολούθησαν, γκρίνιαζε για «άλλη μία εισαγγελική παραγγελία που έπεσε στο κενό». Εισαγγελική παραγγελία που αφορούσε την εκκένωση τριών κατειλημμένων κτιρίων που ανήκουν σε ιδιώτες, μεταξύ αυτών και της κατάληψης Παπουτσάδικο. Αλλά πέρα από αυτά που οι ενσυνείδητοι λειτουργοί του τύπου και των αρχών λένε, έχει μια σημασία να δούμε τι κρύβεται πίσω από τις γραμμές και τι δεν λέγεται από τα ίδια ενσυνείδητα τσιράκια[1].
Ένα από αυτά, είναι το ποιόν αυτού του θεάτρου του παραλόγου. Του θεάτρου, όπου κάποιοι δεξιοί υπερασπιστές της νομιμότητας ασκούν πιέσεις στους αριστερό-ψεκασμένους υπερασπιστές της νομιμότητας, που στο ενεργητικό τους μετράνε ήδη αρκετές εκκενώσεις καταλήψεων. Που ξεσπιτώνουν μετανάστες και πρόσφυγες γιατί «θα έπρεπε να βρίσκονται σε οργανωμένους χώρους[2]». Παιχνίδια ισχύος και εντυπώσεων ανάμεσα στα στρατόπεδα αυτών, που έτσι κι αλλιώς, πάντα παίζουν πάνω στις πλάτες μας. Είτε πρόκειται για την επιβίωση και την καθημερινότητά μας, είτε πρόκειται για τις καταλήψεις και κάθε πρακτική που δημιουργεί αναχώματα στα κοινά τους σχέδια. Και πάντα, με την αμέριστη βοήθεια των τσιρακιών τους, τους δημοσιογράφους, τους εισαγγελείς, τους μπάτσους.
Ένα άλλο σημείο για το οποίο ξεστομίζουν κορώνες χαρακτήρες σαν τον συγκεκριμένο συντάκτη (όπως για παράδειγμα ο συνάδελφός του ο Πορτοσάλτε), είναι το γεγονός ότι το κτίριο του Παπουτσάδικου – αλλά και οι άλλες δύο αναφερόμενες καταλήψεις – ανήκει σε ιδιώτες. Κορώνες για τους «καλούς» επιχειρηματίες, για το πώς το συμφέρον μας «ταυτίζεται» με τα συμφέροντά τους, για το πώς πρέπει να τους λέμε κι ευχαριστώ που μας δίνουν δουλειές. Αλλά τι να περιμένει κανείς από τα τσιράκια. Πάντα θα προσπαθούν να μας πείσουν ότι η δουλικότητα που εκείνοι υιοθετούν, θα πρέπει να είναι ο κανόνας για όλους εμάς.
Εμείς, και όλοι-όλες σαν εμάς, δεν οφείλουμε τίποτα σε τύπους σαν τους Λολοσίδηδες, στους οποίους ανήκει το κτίριο του Παπουτσάδικου. Δεν οφείλουμε τίποτα σε αυτούς που από την δεκαετία του ’50 (στο δικό μας κτίριο) μέχρι και σήμερα (σε άλλο εργοστάσιο) ξεζουμίζουν τους εργάτες τους. Που μέσα στο δικό τους εργοστάσιο, αλλά και στα υπόλοιπα εργοστάσια παπουτσιών του Χαϊδαρίου, τόσοι και τόσες εργάτριες τσάκισαν τα χέρια και τα πνευμόνια τους. Που σήμερα, με τα φράγκα που έβγαλαν και βγάζουν από την εκμετάλλευση της εργασίας τόσων, αυτοί που δεν δούλεψαν ποτέ στην ζωή τους, γυρνάνε γύρω γύρω τις φάτσες τους σε lifestyle περιοδικά και σε events της κοσμικής Αθήνας. Που ενώ το κτίριο του Παπουτσάδικου το είχαν παρατημένο να σαπίζει για χρόνια, δεν αντέχουν στην ιδέα ότι στην «δική τους» περιουσία υπάρχουν τύποι και τύπες σαν εμάς, χωρίς εκείνοι να βγάζουν κέρδος. Γι’ αυτό φαγώθηκαν εδώ και τέσσερα χρόνια και μας κόβουν συνέχεια το ρεύμα. Γι’ αυτό σπεύσανε να πάνε στους εισαγγελείς όταν ο αριστερό-ψεκασμένος, πρώην Πασόκος, υποστράτηγος, υπουργός Τόσκας, τους άνοιξε την πόρτα λέγοντας ότι το υπουργείο του θα ανταποκριθεί σε προσφυγές ιδιωτών που τα κτίριά τους τελούν υπό κατάληψη.
Και μέσα σε όλα αυτά, τα τσιράκια κάθε είδους επιμελώς αποφεύγουν να αναφέρουν ότι το κτίριο του Παπουτσάδικου, είναι δεσμευμένο[3] από τον Δήμο. Ότι αν εκκενωθεί, δεν θα μπορεί να το κάνει κανείς απολύτως τίποτα. Όπως ακριβώς γινόταν και πριν μπούμε εμείς να το καταλάβουμε. Επιμελώς χρησιμοποιούν και κοινοποιούν ό,τι τους συμφέρει, όπως ακριβώς κάνουν πάντα οι ρουφιάνοι. Γιατί αν κοιτάξει κανείς με λίγη προσοχή τα δημοσιεύματα, θα δει ότι οι «έγκριτοι», ενσυνείδητοι συντάκτες, αναφέρουν ότι το Παπουτσάδικο ανήκει σε ιδιώτες, αλλά αργότερα το τοποθετούν στην λίστα των δημοσίων κατειλημμένων κτιρίων. Με τον ίδιο τρόπο ο Δήμος Χαϊδαρίου, αυτά τα έξι χρόνια, είτε με τις διακοπές ρευματοδότησης, είτε με τις τωρινές κινήσεις των ιδιοκτητών και των θεσμών που δουλεύουν για πάρτη τους, επιμελώς παριστάνει ότι το ζήτημα δεν τον αφορά. Εμείς όμως, επειδή δεν συνηθίζουμε να κρύβουμε τα λόγια μας, έχουμε να πούμε ότι για οτιδήποτε συμβεί στο Παπουτσάδικο, ευθύνη έχουν όλοι οι παραπάνω. Μηδενός εξαιρουμένου. Γιατί το κτίριο αυτό είναι κομμάτι αυτής της πόλης. Είναι δικός μας χώρος, δημόσιος χώρος. Κόντρα στην εμπορευματοποίηση και την υποτίμηση των ζωών μας. Ενάντια σε κάθε λογής φασίστες και τσιράκια των αφεντικών.
Τέλος, δεν γίνεται να μην σταθούμε στην αναφορά του δημοσιεύματος στις «πληροφορίες ότι στο Παπουτσάδικο δεν γίνονται ιδιαίτερες δραστηριότητες». Όχι γιατί μας πατάει κάποιον κάλο, αλλά γιατί και αυτή η αναφορά χρειάζεται μια μικρή «μετάφραση». Πρόκειται για την στρατηγική του ψεύδους, που αποτελεί πάγια τακτική δημιουργίας κλίματος για να δικαιολογούνται οι εκκενώσεις των καταλήψεων. Οι δεξιό-ψεκασμένοι των προηγούμενων χρόνων χρησιμοποιούσαν την στρατηγική των «εστιών ανομίας», οι σημερινοί αριστερό-ψεκασμένοι χρησιμοποιούν την στρατηγική των «αχρησιμοποίητων κτιρίων». Ο καθένας με τις καταβολές του.
Εμείς για όλα αυτά έχουμε να πούμε τα εξής. Είναι γεγονός ότι ο πόλεμος φθοράς με τις διακοπές ρεύματος, έχει δυσκολέψει την ζωή μας στο Παπουτσάδικο. Αλλά, το να μην έχουμε ρεύμα δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε εδώ. Σημαίνει απλώς ότι δεν μας βλέπουν τα «μάτια» τους, οι ρουφιάνοι, έμμισθοι ή μη. Γιατί εμείς τις Δευτέρες κάνουμε συνελεύσεις κανονικά, τις Τρίτες συναντιόμαστε και συζητάμε ή ακούμε μουσικές, μέσα στο Παπουτσάδικο ή στις πλατείες και τα μπασκετάκια της πόλης μας, τα Σαββατοκύριακα και τις υπόλοιπες μέρες κάνουμε προπονήσεις στον πρώτο όροφο, εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης του κτιρίου, περνάμε τις ελεύθερες ώρες μας στο Παπουτσάδικο συζητώντας, οργανώνοντας δράσεις, συναυλίες, εκδηλώσεις, διακινώντας τα βιβλία μας, συναντώντας τους γείτονές μας.
Αυτό φαίνεται να μην έχουν καταλάβει καλά. Ότι εμείς είμαστε παιδιά αυτής της γειτονιάς, παιδιά αυτών που δούλεψαν στα παπουτσάδικα και στα νταμάρια της περιοχής, παιδιά αυτών που έχουν μάθει να αντιπαλεύουν τις δυσκολίες. Ότι εμείς ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε εδώ. Με ή χωρίς ρεύμα, με ή χωρίς αυτό το κτίριο. Εμάς γνωρίζει η γειτονιά, κάποιους και κάποιες από μικρά παιδιά. Εμάς βλέπει καθημερινά στο Χαϊδάρι. Εμάς ρωτάει γιατί οι ντόπιοι Συριζαίοι νομίζουν ότι έχουν πρόσωπο να κυκλοφορούν στην γειτονιά. Εμάς ρωτάει τι θέλουν οι ασφαλίτες και γυρνάνε γύρω γύρω. Εμάς ρωτάει για το τι πάθανε όλοι αυτοί και μας απειλούν. Δεν φοβάται εμάς, αυτούς και τις προθέσεις τους φοβάται. Εμείς είμαστε εδώ, είμαστε στην δικιά μας γειτονιά. Αυτοί – ιδιοκτήτες, δημοσιογράφοι, εισαγγελείς, μπάτσοι – είναι από αλλού. Για να δούμε, ποιοι θα φύγουν πρώτοι;…
[1] Λίγο να ξέρει κανείς τις έννοιες των λέξεων αυτών, ειδικά τις έννοιες που έχουν αποδοθεί από την κοινωνική κουλτούρα περιοχών όπως οι εργατικές γειτονιές της Δυτικής Αθήνας της οποίας παιδιά είμαστε κι εμείς, αντιλαμβάνεται ότι τα τσιράκια είναι «εξ ορισμού» και κατά συνείδηση προσκολλημένα στα αφεντικά τους, κατά συνείδηση χαρακτήρες ασύμβατοι με την αξιοπρέπεια.
[2] Ο Τόσκας με την λέξη «οργάνωση» εννοεί τον στρατιωτικό-αστυνομικό έλεγχο, την απουσία υποδομών, τα συρματοπλέγματα, τα σκουλικιασμένα συσσίτια των ΜΚΟ, την γκετοποίηση και τον αποκλεισμό.
[3] Όταν ένα ακίνητο είναι δεσμευμένο προς απαλλοτρίωση από το δημόσιο, είναι σαν να μπαίνει στον «πάγο». Η δέσμευση μπορεί να ισχύει για πολλά χρόνια και μέχρι να αποζημιωθούν οι ιδιοκτήτες ή το δημόσιο να αποσυρθεί από την δέσμευση, κανείς από τους δύο δεν μπορεί να κάνει τίποτα με το κτίριο.